MENU

«Ξαναζεσταίνεται» το σενάριο αναπαλαίωσης του εμβληματικού Σταθμού Πελοποννήσου στον Κολωνό

Η ΓΑΙΑΟΣΕ εξετάζει για πολλοστή φορά την προοπτική αξιοποίησης του ακινήτου που σχεδίασε ο Ερνέστος Τσίλερ και το οποίο, δυστυχώς, έχει παραδοθεί στη φθορά του χρόνου

Στο προσκήνιο επαναφέρει η ΓΑΙΑΟΣΕ το σχέδιο για ανακατασκευή – αναπαλαίωση ενός από τα πλέον εμβληματικά σιδηροδρομικά κτίρια της Αθήνας, του οικοδομήματος του Σταθμού Πελοποννήσου που είχε ανεγερθεί σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ και παραμένει αναξιοποίητο και εγκαταλελειμμένο στη φθορά του χρόνου εδώ και μία 20ετία, από το 2005, λίγα χρόνια πριν σταματήσει να λειτουργεί το μετρικό δίκτυο της Πελοποννήσου.

Από τότε έως σήμερα υπήρξε κατά καιρούς σχεδιασμός για την αναπαλαίωση του κτιρίου που παραμένει παραδομένο στο χρόνο με στόχο τη μετατροπή του σε Μουσείο Σιδηροδρόμου και τη φιλοξενία πολιτιστικών εκδηλώσεων, χωρίς ωστόσο κανένα από αυτά τα σχέδια να βρει τον δρόμο προς την υλοποίηση και τη χρηματοδότηση.

Πλέον η ΓΑΙΑΟΣΕ φαίνεται ότι αναζητά τρόπους για τη χρήση του κτιρίου και μάλιστα κατεπειγόντως, καθώς αυτές τις ημέρες αποφάσισε να προχωρήσει στην υπογραφή σύμβασης με εταιρεία συμβούλων ακινήτων με αντικείμενο τη σύνταξη μελέτης βιωσιμότητας (feasibility study) σε σχέση με αριθμό σεναρίων που μπορούν να υλοποιηθούν επί του διατηρητέου κτηρίου του σιδηροδρομικού σταθμού Πελοποννήσου, επί της οδού Σιδηροδρόμων στο Δήμο Αθηναίων. Το κόστος της εν λόγω σύμβασης θα ανέλθει σε 21.500 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ενώ οι εργασίες θα έχουν διάρκεια 60 ημερών.

Με δεύτερη απόφασή της η ΓΑΙΑΟΣΕ προχωρεί σε αντίστοιχη σύμβαση και για το μηχανοστάσιο της Λεύκας στον Πειραιά όπου έχει μεταφερθεί από το 2019 σπάνιο υλικό από το Σιδηροδρομικό Μουσείο των Σεπολίων ενόψει της έναρξης των εργασιών της υπογειοποίησης.

Το νέο Μουσείο είχε εγκαινιαστεί χωρίς ωστόσο στη συνέχεια να ανοίξει ποτέ για το κοινό.

Σχέδια που παρέμειναν σχέδια

Η ανακατασκευή του Σταθμού Πελοποννήσου και η ανάδειξή του ώστε να λειτουργήσει ως μουσείο και αίθουσα πολλαπλών χρήσεων βρισκόταν στα σχέδια της ΓΑΙΑΟΣΕ ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας όταν και το σχετικό εγχείρημα είχε κοστολογηθεί σε περίπου 3,7 εκατομμύρια ευρώ.

Το 2014 μάλιστα σχεδιαζόταν η ολοκλήρωση του έργου να γίνει στα τέλη του 2015, κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Για το σκοπό αυτό είχε εκπονηθεί και μελέτη για την τεκμηρίωση των χαρακτηριστικών και της παθολογίας των δομικών, λειτουργικών και διακοσμητικών στοιχείων του Σταθμού, την εκτίμηση των αναγκών και των προβλημάτων και τον προσδιορισμό των κατάλληλων μεθόδων και υλικών για την αποκατάσταση και επανάχρηση – αξιοποίηση του κτιρίου με σεβασμό στις αξίες και στην αυθεντικότητα των εν λόγω στοιχείων.

Το σχέδιο «ζεστάθηκε» εκ νέου το 2021 με τη ΓΑΙΑΟΣΕ να ενημερώνει τη Βουλή πως εντάσσεται στον στρατηγικό της σχεδιασμό με σκοπό την επαναλειτουργία του ως πολυχώρου πολιτισμού, χωρίς όμως και πάλι να έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση.

Σύμφωνα με την εταιρεία, είχαν ήδη εκπονηθεί οι σχετικές μελέτες (αρχιτεκτονικές, στατικές, Η/Μ, συντήρησης, διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου) οι οποίες έχουν εγκριθεί από το υπουργείο Πολιτισμού και από το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, ενώ συνεχιζόταν η προσπάθεια αναζήτησης κοινοτικών προγραμμάτων χρηματοδότησης (ΕΣΠΑ) χωρίς όμως να έχει ευοδωθεί, όπως ανέφερε.

Στο μεταξύ ο προϋπολογισμός του έργου είχε αυξηθεί στα 7 εκατομμύρια ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ και γίνονταν συζητήσεις με τον ΟΣΕ προκειμένου να υπάρξει μία από κοινού προσπάθεια χρηματοδότησης της αναπαλαίωσης του σταθμού.

Η ΓΑΙΑΟΣΕ τόνιζε ότι παρά τις έκτακτες εργασίες στις οποίες είχε προβεί για την αποκατάσταση φθορών στο κτίριο, οι τελευταίες ήταν συνεχείς και επιταχυνόμενες λόγω της φυσιολογικής γήρανσης των υλικών και των διαφόρων φυσικών φαινομένων και για το λόγο αυτό ήταν επείγουσα η συνολική αποκατάσταση του κτιρίου.

Βάσει του σχεδιασμού οι εργασίες αναπαλαίωσης θα περιλάμβαναν:

· Την ανακαίνιση του υφιστάμενου διατηρητέου κτηρίου εμβαδού περίπου 1.000 τ.μ.

· Την πιθανή χωροθέτηση στεγασμένου χώρου εμβαδού περίπου 1.300 τ.μ. στο χώρο των αποβαθρών για τη φιλοξενία διαφόρων σιδηροδρομικών μουσειακών εκθεμάτων και υποστηρικτικών χρήσεων

· Την ανάπτυξη στεγασμένου χώρο εμβαδού περίπου 300 τ.μ. για τη δημιουργία υποστηρικτικών χώρων

· Τη διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου πρασίνου εμβαδού περίπου 4 στρεμμάτων.

Οι χρήσεις που επρόκειτο να αναπτυχθούν με την υλοποίηση του έργου περιλάμβαναν:

· Πολιτιστικό χώρο για τη διενέργεια συνεδρίων, παρουσιάσεων, διαλέξεων, θεατρικών – χορευτικών παραστάσεων και μουσικών εκδηλώσεων, προβολών ταινιών, συνεντεύξεων τύπου, φιλοξενία έργων τέχνης και εκθέσεων καθώς και εταιρικών εκδηλώσεων.

· Μουσειακό χώρο σχετιζόμενο με το σιδηρόδρομο καθώς και λοιπούς εκθεσιακούς χώρους.

· Χώρους αναψυχής και εστίασης (160 περίπου τ.μ.)

· Υποστηρικτικούς χώρους (δημιουργία γραφείων)

Ένα κτίριο γεμάτο ιστορία

Ο Σταθμός Πελοποννήσου ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1884 και ολοκληρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, το 1889. Σχεδιάστηκε από μια ομάδα Γάλλων μηχανικών επιλεγμένων από τον τότε πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, με επικεφαλής της ομάδας τον Alfred Rondel.

Οι τρεις χαρακτηριστικοί τρούλοι του προστέθηκαν αργότερα, το 1912-13, από τον Ερνέστο Τσίλερ, οπότε το κτίριο έλαβε τη σημερινή του μορφή.

Ο σταθμός αποτελεί μικρογραφία του «Chemins de fer Orientaux» στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς τον έντονα ανατολίτικο χαρακτήρα του.

Με αναφορές στον νεοκλασικισμό, διαθέτει επίσης χαρακτηριστικά Art Nouveau όπως οι μεγάλες μαρκίζες και οι τρούλοι.

Το βασικό κτίριο είναι διώροφο. Το πρώτο επίπεδο φιλοξενούσε τα εκδοτήρια, τους χώρους αναμονής και τους χώρους φύλαξης αποσκευών. Στο δεύτερο βρίσκονταν τα γραφεία του σταθμάρχη και οι χώροι εργασίας του προσωπικού.

Διατηρητέος από το 1985, ο σταθμός ξεχωρίζει για τη βαθυκόκκινη οροφή με τη γύψινη διακόσμηση, τους κρυστάλλινους πολυέλαιους και τα χρωματιστά τζάμια. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του είναι η στέγη με τους τρεις θόλους που κατασκευάστηκαν από μεταλλικά φύλλα και ξύλινη βάση.

Στις αίθουσες αναμονής δεσπόζουν τα μεγάλα μαρμάρινα τζάκια και τα μωσαϊκά με γεωμετρικά σχέδια που θυμίζουν αρχοντικές κατοικίες του Μεσοπολέμου.

Λεπτομέρειες όπως τα σιδερένια πόμολα που διακοσμούνται με φτερά, αιώνιο σύμβολο του Ερμή, φανερώνουν την ιδιαίτερη προσοχή που δόθηκε σε ένα κτίριο φτιαγμένο για να φιλοξενήσει και να εξυπηρετήσει χιλιάδες κόσμου.

Το αμαξοστάσιο της Λεύκας

Με ξεχωριστή απόφασή της η ΓΑΙΑΟΣΕ προχωρεί και στην χαρτογράφηση των σεναρίων για πιθανή χρήση και του αμαξοστασίου της Λεύκας στον Πειραιά, της μεγαλύτερης βάσης συντήρησης τροχαίου υλικού στο παρελθόν.

Στο χώρο είχε εγκαινιαστεί την άνοιξη του 2019 το νέο Μουσείο του ΟΣΕ, ύστερα από κάποιες πρώτες εργασίες αποκατάστασης ύστερα από μελέτη του ΕΜΠ. Εκεί μεταφέρθηκαν σπάνια εκθέματα, αλλά οι

εργασίες δε συνεχίστηκαν με αποτέλεσμα το Μουσείο να μην ανοίξει ποτέ τις πύλες του για το κοινό.

Το συγκρότημα του Μηχανοστασίου Πειραιά κατασκευάστηκε από τους ΣΠΑΠ το 1912 και λειτούργησε συνεχώς μέχρι το 2005, οπότε και έκλεισε οριστικά.

Πρόκειται για το χώρο που γινόταν η ελαφριά συντήρηση των μηχανών έλξης της μετρικής γραμμής (δίκτυο Πελοποννήσου), ενώ αντίστοιχα, στο Αμαξοστάσιο απέναντι από αυτό γινόταν η ελαφριά συντήρηση των αυτοκινηταμαξών και των επιβαταμαξών.

Η συλλογή του Μουσείου, μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει 30 αντιπροσωπευτικά δείγματα τροχαίου υλικού από τη δεκαετία του 1870 έως τη δεκαετία του 1950, καθώς και πληθώρα λοιπού σιδηροδρομικού υλικού από τους κλάδους της Έλξης, της Γραμμής και της Εκμετάλλευσης.

Σχετικά Άρθρα