Επιπλέον 40 παραλίες εντάσσονται στη λίστα των «Απάτητων Παραλιών», οι οποίες ανέρχονται πλέον στις 238.
Η διεύρυνση αυτής της λίστας, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, πραγματοποιήθηκε αφού εξετάστηκαν αιτήματα πολιτών, Δήμων καθώς και του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.) που αφορούσαν τόσο σε εξαίρεση όσο και σε προσθήκη «απάτητων παραλιών». Ακόμη, έγιναν κάποιες διορθώσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν συμπεριλαμβάνονται υφιστάμενα δικαιώματα πολιτών (π.χ. όμορων επιχειρήσεων) στον κατάλογο αυτό.
Υπενθυμίζεται πως οι «απάτητες παραλίες» θεσπίστηκαν για πρώτη φορά με το νόμο 5092/2024 («Όροι αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας στις παραθαλάσσιες περιοχές»). Στο πλαίσιο αυτού, τίθενται αυστηροί περιορισμοί ως προς την χρήση του αιγιαλού και της παραλίας και απαγορεύεται κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα σε αυτές, με στόχο την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Παρά ταύτα, συμβάσεις ενεργές πολιτών δεν θίγονται μέχρι τη λήξη της διάρκειάς τους.
Συνεπώς, με την τροποποίηση της Κοινής Υπουργική Απόφασης (ΚΥΑ), που υπεγράφη από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Κωστή Χατζηδάκη και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρο Σκυλακάκη, καθορίζονται οι «Απάτητες παραλίες», σε ολόκληρη τη χώρα, που βρίσκονται εντός του δικτύου Natura 2000 και στις οποίες θα απαγορεύεται η παραχώρηση και κατ’ επέκταση η τοποθέτηση ομπρελών, ξαπλωστρών, κ.λπ.
Οι «Απάτητες παραλίες» προσδιορίστηκαν με κριτήρια στα οποία περιλαμβάνονται: η σημαντική παρουσία οικοτόπων που προστατεύονται από την ενωσιακή ή την εθνική νομοθεσία, σπάνιων ενδημικών ειδών χλωρίδας και πανίδας, η επιτέλεση σημαντικών οικολογικών λειτουργιών για προστατευόμενα είδη, ο χαρακτηρισμός τους ως Καίριων Περιοχών Βιοποικιλότητας, η παρουσία σημαντικών οικοσυστημάτων που χρήζουν προστασίας και διατήρησης ή αποκατάστασης.
Σύμφωνα με την ΚΥΑ, στις «Απάτητες παραλίες» απαγορεύεται η παραχώρηση του δικαιώματος απλής χρήσης αιγιαλού και παραλίας, καθώς και οποιαδήποτε άλλη δράση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη μορφολογία τους και την ακεραιότητά τους ως προς τις οικολογικές τους λειτουργίες, και ιδίως: