Ανησυχητική έλλειψη δέσμευσης να αναλάβουν αξιόπιστη δράση για το κλίμα από πολλές εταιρείες, διαπιστώνει πρόσφατη έκθεση του μη κερδοσκοπικού οργανισμού NewClimate Institute και του Carbon Market Watch.
Η αξιολόγηση 51 εταιριών αποδεικνύει ότι οι στόχοι που έχουν θέσει για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα είναι κατώτεροι των απαιτούμενων για την πρόληψη των καταστροφικών επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Οι επιχειρήσεις έχουν δεσμευτεί να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 30% έως το 2030, κατά μέσο όρο, έναντι του 43% που απαιτείται για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου.
Παρόλο που 19 εταιρείες έχουν βελτιώσει τους στόχους τους τα τελευταία δύο χρόνια, οι στόχοι της πλειοψηφίας περιγράφονται ως ασαφείς και συνδέονται μόνο με μέρος της δραστηριότητάς τους ή βασίζονται σε αντισταθμιστικά προϊόντα αντί να μειώσουν τις εκπομπές, με αποτέλεσμα οι πραγματικοί στόχοι να είναι 5%-20%, επισημαίνεται στην έκθεση.
Τις καλύτερες επιδόσεις κατέγραψαν η εταιρεία τροφίμων Mars, η εταιρεία λιανικής H&M Group και οι ενεργειακοί όμιλοι Enel και Iberdrola, οι οποίοι έχουν δεσμευτεί να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 50% και 64%.
«Τέσσερα χρόνια μετά την κρίσιμη δεκαετία για δράση για την κλιματική αλλαγή, ορισμένες εταιρείες έχουν κατανοήσει την ανάγκη να θέσουν στόχους για το 2030 που να ευθυγραμμίζονται με την πιο πρόσφατη κλιματική επιστήμη και να τεκμηριώνονται με αξιόπιστα μέτρα για την επίτευξή τους», δήλωσε ο κ. Frederic Hans του NewClimate Institute.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι οι εκπομπές πρέπει να μειωθούν στο μισό μέχρι το τέλος της δεκαετίας, εάν ο κόσμος θέλει να επιτύχει έναν στόχο στα μέσα του αιώνα για καθαρές μηδενικές εκπομπές θερμοκηπίου. Πέρυσι οι εκπομπές ρύπων και οι μέσες θερμοκρασίες έφτασαν σε υψηλό ρεκόρ.
Οι δεσμεύσεις των κυβερνήσεων, μέχρι στιγμής, αφήνουν τον πλανήτη να αντιμετωπίζει υπερθέρμανση 2,5-2,9 C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, αυξάνοντας την προοπτική καταστροφικών πλημμυρών, ξηρασιών και πυρκαγιών.