Με άρθρο του στην εφημερίδα “Άποψη”, ο πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας θεωρεί ότι η ελληνική οικονομία έχει σημαντικές θετικές προοπτικές, ωστόσο θέτει τρείς απαράβατους όρους για συνέχιση της ανάπτυξης.
Η πολιτική σταθερότητα, η δημοσιονομική υπευθυνότητα και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, οι προϋποθέσεις για την συνέχιση της ανάπτυξης.
Προβλέπει δε ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια, κατά 2,2% το 2024, 2,5% το 2025 και 2,3% το 2026, με κινητήριες δυνάμεις τις επενδύσεις, την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές.
Αναλυτικά το άρθρο του Γιάννη Στουρνάρα:
“Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό και κατά τη διάρκεια του 2024. Ο γενικός πληθωρισμός εξακολουθεί να επιβραδύνεται, ενώ και ο πυρήνας του πληθωρισμού αποκλιμακώνεται πλέον σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς του 2023. Η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα έτη. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, αναμένεται αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, κατά 2,2% το 2024, 2,5% το 2025 και 2,3% το 2026. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές. Ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τα δύο επόμενα έτη, ενώ μεσοπρόθεσμα εκτιμάται ότι θα συγκλίνει προς το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για 2%.
Η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Μερικά από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα είναι η δημοσιονομική προσαρμογή και η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και αξιοπιστίας, η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, η υλοποίηση εμβληματικών μεταρρυθμίσεων στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στην αγορά εργασίας και η αύξηση της εξωστρέφειας. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε, οι επιχειρηματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ επέστρεψαν στα επίπεδα που καταγράφονταν πριν από το 2010, οι ξένες άμεσες επενδύσεις αυξήθηκαν αισθητά, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης την περίοδο 2019-2023 ήταν σημαντικά υψηλότερος του μέσου όρου της ευρωζώνης, η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος έχει διασφαλιστεί και το δημόσιο χρέος έχει αποκλιμακωθεί δραστικά. Επίσης, ενθαρρυντική εξέλιξη αποτελεί και ο υπερδιπλασιασμός της αξίας των εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας τα τελευταία έτη (2017-2023), αν και εξακολουθούν να αποτελούν μικρό μερίδιο στο σύνολο των εξαγωγών αγαθών της χώρας.
Η πρόοδος αυτή και οι θετικές προοπτικές της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια αντικατοπτρίζονται στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Ωστόσο, σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από νέες αβεβαιότητες και γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και τεχνολογικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού. Επίσης, η ενεργοποίηση των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων περιορίζει τη δυνατότητα αξιοποίησης των υπερβάσεων των εσόδων έναντι των στόχων για τη χρηματοδότηση νέων δαπανών. Από την άλλη πλευρά, η σταδιακή χαλάρωση της κοινής νομισματικής πολιτικής αυξάνει τους βαθμούς ελευθερίας στην οικονομική πολιτική, ενώ επίσης μπορεί να υποβοηθήσει τη μείωση του κόστους δανεισμού και την τόνωση των επενδύσεων.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, αλλά και τις εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες ‒ όπως η έλλειψη ανταγωνισμού σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, η οποία επιδεινώνει το διεθνές, και άρα εισαγόμενο, πρόβλημα της ακρίβειας, το υψηλό δημόσιο χρέος, το μεγάλο επενδυτικό κενό, η χαμηλή αποταμίευση, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η υψηλή ανεργία και η γήρανση του πληθυσμού ‒ η οικονομική πολιτική θα πρέπει να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, της αποτελεσματικής χρήσης των διαθέσιμων εγχώριων και ευρωπαϊκών πόρων και της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Η σημασία της δημοσιονομικής υπευθυνότητας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο μετά τις τελευταίες εξελίξεις στην αγορά κεφαλαίων και κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ, με τα περιθώρια (spreads) να αυξάνονται σημαντικά ακόμη και για κρατικά ομόλογα χωρών-μελών πολύ υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, επειδή οι αγορές τιμολογούν υψηλότερα τον κίνδυνο παραβίασης του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου λήψης αποφάσεων.
Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αύξηση των επενδύσεων, ο ρόλος των οποίων είναι καθοριστικός για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης. Οι επενδυτικές δαπάνες μπορούν να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη, είτε αφορούν βελτιώσεις στις υποδομές, την εκπαίδευση και την υγεία, είτε επενδύσεις σε παραγωγικό εξοπλισμό, μηχανήματα, καθώς και σε άυλα στοιχεία ενεργητικού και σε τεχνολογίες αιχμής, περιλαμβανομένων αυτών που προωθούν τον πράσινο μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα. Υπάρχουν σημαντικές συνέργειες μεταξύ των επενδύσεων σε υλικό και άυλο κεφάλαιο, οι οποίες θα πρέπει να αξιοποιηθούν πλήρως. Ειδικότερα, η ταυτόχρονη επένδυση σε νέες τεχνολογίες και σε ανθρώπινο κεφάλαιο με ψηφιακές δεξιότητες οδηγεί στη μέγιστη δυνατή μακροχρόνια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η υλοποίηση των παραπάνω προτάσεων θα συμβάλει στην ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης, στη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο, ανταγωνιστικό και εξωστρεφές παραγωγικό υπόδειγμα, καθώς και σε περαιτέρω αναβαθμίσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική υπευθυνότητα, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι τρεις απαράβατοι όροι για τη συνέχιση της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας χωρίς κλυδωνισμούς”.