Την πορεία της δημοσιονομικής σταθερότητας και της μείωσης του χρέους καλείται να συνεχίσει η Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να επιδιώξει ίση μεταχείριση στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο που αφορά την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών.
Το μήνυμα αυτό τονίζεται σε ερευνητικό σημείωμα που εκδόθηκε από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Στο επίκεντρο βρίσκεται η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αύξηση των αμυντικών δαπανών, ενώ η Ελλάδα καλείται να διατηρήσει την ευρωπαϊκή δημοσιονομική συνοχή και να διεκδικήσει το μερίδιό της στις νέες χρηματοδοτικές ευκαιρίες.
Το σημείωμα με τίτλο «Δημοσιονομικός Χώρος και Εξελίξεις στην Αγορά Κρατικών Ομολόγων», το οποίο συνέταξαν ο καθηγητής Αλέξανδρος Κοντονίκας και ο καθηγητής Γιάννης Τσουκαλάς, υπογραμμίζει την επιτυχία της Ελλάδας στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και στην μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Ωστόσο, οι αναδυόμενες προκλήσεις από τις αυξημένες ανάγκες αμυντικών δαπανών και την εντεινόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα, απαιτούν τη συνέχιση της δημοσιονομικής εγρήγορσης.
Η Ελλάδα, παρά τις επιτυχίες της, δεν μπορεί να εφησυχάζει καθώς οι συνθήκες στην ΕΕ εξελίσσονται ταχύτατα.
Η ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τονίζεται ως μία από τις πιο σημαντικές δημοσιονομικές προκλήσεις για τα κράτη μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Η χώρα μας, η οποία ήδη διαθέτει υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, καλείται να διασφαλίσει ότι θα τύχει ίσιας μεταχείρισης στην εφαρμογή του ευρωπαϊκού σχεδίου για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών.
Το 2022, οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας ανήλθαν στο 2,6% του ΑΕΠ, υπερκαλύπτοντας τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ βρισκόταν μόλις στο 1,3%. Ωστόσο, η Ελλάδα, μαζί με χώρες που ιστορικά διαθέτουν υψηλότερες δαπάνες, καλείται να βρει τρόπο να εξισώσει την αμυντική της χρηματοδότηση με αυτή των κρατών που τώρα εντείνουν τις δαπάνες τους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το σχέδιο ReArm Europe προτείνει την κοινή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για αμυντικές δαπάνες, κάτι που σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, αν εφαρμοστεί σωστά, μπορεί να αποδειχθεί ευπρόσδεκτη εξέλιξη για χώρες όπως η Ελλάδα. Η Ελλάδα, η Πολωνία και άλλες χώρες με υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, καλούνται να υποστηρίξουν ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν ισότιμα με χώρες που αυξάνουν τώρα τις αμυντικές τους δαπάνες, χωρίς να επιβαρύνονται οικονομικά.
Αυτό το σχέδιο όμως δεν αφορά μόνο την αμυντική ενίσχυση, αλλά και την ανάγκη για μια τόλμηρη συμφωνία για την έκδοση κοινού χρέους στην ΕΕ. Παράλληλα, η στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και η ικανότητά της να προστατεύει τις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων από κρίσεις, αναδεικνύονται ως παράγοντες καθοριστικής σημασίας για την ευρωπαϊκή δημοσιονομική σταθερότητα.
Το σημείωμα εντοπίζει τις θετικές εξελίξεις στη σύνθεση των επενδυτών του ελληνικού χρέους, με το 70% του χρέους να βρίσκεται στα χέρια του ξένου επίσημου τομέα. Αυτός ο τομέας προσφέρει σημαντικά χαμηλά επιτόκια και εξασφαλίζει ένα ευνοϊκό χρηματοδοτικό περιβάλλον για την Ελλάδα. Η ευνοϊκή αυτή σύνθεση χρέους, που χαρακτηρίζεται από μακροπρόθεσμους επενδυτές, συνδυάζεται με τα υποστηρικτικά μέτρα της ΕΚΤ για να ενισχύσει την σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας.
Αν και η Ελλάδα επωφελείται από ευνοϊκούς όρους εξυπηρέτησης του χρέους, το σημείωμα προειδοποιεί ότι οι μελλοντικές εκδόσεις χρέους και η αύξηση του κόστους δανεισμού στην ΕΕ λόγω των νέων απαιτήσεων (αμυντικές δαπάνες, ενεργειακή μετάβαση) ενδέχεται να προκαλέσουν πίεση στη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας.