Μεγάλες αλλαγές αναμένεται να γνωρίσει η τουριστική βιομηχανία σε παγκόσμιο επίπεδο σε βάθος 15ετίας, καθώς ένα νέο κύμα με σχεδόν ένα δισ. νέους τουρίστες προβλέπεται να εισρεύσει -κυρίως από αναδυόμενες αγορές- σε διεθνές επίπεδο.
Το νέο τεύχος της σειράς μελετών «Τάσεις του επιχειρείν» της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, σε αυτό το πλαίσιο εστιάζει στις προοπτικές που προδιαγράφονται για τον ελληνικό τουρισμό, ο οποίος οφείλει να μην επαναπαυθεί σε «εύκολα ρεκόρ», αλλά να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που έχει και τις ευκαιρίες που ανοίγονται μπροστά του, για μετάβαση σε ένα πιο αποδοτικό τουριστικό μοντέλο.
Ισχυρή ανάπτυξη σημείωσε ο τουρισμός το 2024, καταγράφοντας νέο ιστορικό υψηλό σε αφίξεις (36 εκατ., με ετήσια άνοδο 10%) και εισπράξεις (€21 δισ. με ετήσια άνοδο 4%), με παράλληλη μείωση εποχικότητας κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (καλοκαιρινοί μήνες 50% του έτους, από 52% το 2023).
Κοιτάζοντας μπροστά, η παγκόσμια τουριστική αγορά αναμένει ανάπτυξη 3%-5% για το 2025 (εκτίμηση UNWTO), με την Ελλάδα να δείχνει ότι μπορεί να υπερκεράσει τη γενική τάση βάσει των πρόδρομων δεικτών (όπως προγραμματισμός αεροπορικών). Παράλληλα όμως, ενυπάρχουν έντονα στοιχεία αβεβαιότητας, καθώς σε διεθνές επίπεδο τα δεδομένα παραμένουν ρευστά. Η διαταραχή των σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ και οι επιθετικές δασμολογικές πολιτικές ασκούν πιέσεις σε βασικές μας αγορές (π.χ. Γερμανία και ΗΒ), όπως αποτυπώνεται στο δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης των αγορών αυτών (χαμηλό 12μήνου το 1ο δίμηνο του 2025).
Οι μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί στόχοι
Ωστόσο, πέρα από τις τρέχουσες προκλήσεις, ο ελληνικός τουρισμός προέχει να μείνει προσηλωμένος στους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς του στόχους, αξιοποιώντας τις τάσεις της διεθνούς τουριστικής αγοράς.
Συγκεκριμένα, ο παγκόσμιος τουρισμός αναμένεται να συνεχίσει τη δυναμική πορεία της τελευταίας 20ετίας, φθάνοντας τους 2,4 δισ. τουρίστες το 2040, (από 1,5 δισ. το 2024), υπό την επίδραση:
Παράλληλα, η δύναμη του πυρός της ζήτησης μετατοπίζεται στους μη-Ευρωπαίους τουρίστες, οδηγώντας σε δομικές αλλαγές στην παγκόσμια τουριστική βιομηχανία (καθώς η πλειοψηφία των τουριστών επιλέγει «κοντινά» ταξίδια εντός της ηπείρου τους). Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη για να διατηρήσει τα μερίδιά της στην παγκόσμια αγορά τόσο «κοντινών» όσο και «μακρινών» ταξιδιών, το 2040 πρέπει να προσελκύσει επιπλέον 30% Ευρωπαίους και διπλάσιους μη-Ευρωπαίους τουρίστες σε σχέση με σήμερα.
«Κλειδί» οι εκτός Ευρώπης τουρίστες
Στα νέα αυτά δεδομένα, η Ελλάδα έχει ένα δυνατό χαρτί: Σημαντικό περιθώριο να αυξήσει το χαμηλό ακόμα μερίδιό της στη δυναμική αγορά των μη-Ευρωπαίων τουριστών που επισκέπτονται την Ευρώπη (2,5% την τελευταία πενταετία, έναντι 5% στους Ευρωπαίους τουρίστες).
Το εφικτό του εγχειρήματος αποδεικνύει η περίπτωση της Πορτογαλίας, με έντονη άνοδο μεριδίων προσέλκυσης τουριστών από ΗΠΑ και Κίνα (άνω των 2 ποσοστιαίων μονάδων στην ευρωπαϊκή αγορά την προηγούμενη δεκαετία). Η στόχευση της Ελλάδας για μερίδιο της τάξης του 5% και στις δύο αγορές (Ευρωπαίοι και μη), σε συνδυασμό με τον ανοδικό διεθνή τουρισμό, δημιουργεί πρόσθετη δυνητική ζήτηση για την Ελλάδα της τάξης των 19 εκατ. τουριστών έως το 2040.
Ο ελληνικός τουρισμός δεν πρέπει να «σπαταλήσει» αυτή τη δυναμική, επιδιώκοντας απλώς την επίτευξη νέων «εύκολων» ρεκόρ αφίξεων. Η διεθνής συγκυρία προσφέρει μία μοναδική ευκαιρία να αναβαθμιστεί το τουριστικό μας μοντέλο, καθώς:
Διαρθρωτικές λύσεις χρόνιων προβλημάτων
Με όχημα τα νέα ζητούμενα των «μακρινών προελεύσεων», ο ελληνικός τουρισμός μπορεί να εστιάσει στην προσέλκυση ποιοτικότερων ροών από όλους τους προορισμούς, οδηγώντας έτσι σε διαρθρωτικές λύσεις χρόνιων προβλημάτων του τομέα. Συγκεκριμένα:
Καθώς τα οφέλη είναι σημαντικά, έμφαση πρέπει να δοθεί στο τι απαιτείται για να υλοποιηθεί αυτή η δυναμική:
Η μελέτη μπορεί να ανευρεθεί στην ιστοσελίδα του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας, στην ενότητα Οικονομικές Μελέτες και Αναλύσεις (Κατηγορία Ελληνική Επιχειρηματικότητα).