Παρά τη σταδιακή μείωση στην κατανάλωση αλκοόλ σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ορισμένες χώρες πάνε… κόντρα στο ρεύμα, σημειώνοντας αύξηση.
Τι δείχνουν τα στοιχεία και πού βρίσκεται η Ελλάδα σε αυτόν τον χάρτη;
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), «δεν υπάρχει ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ». Η κατανάλωση αλκοόλ σχετίζεται άμεσα με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου και άλλων ασθενειών. Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να καταναλώνουν σημαντικές ποσότητες.
Ο συνολικός όγκος κατανάλωσης ορίζεται ως η ετήσια πώληση καθαρής αλκοόλης ανά άτομο ηλικίας 15 ετών και άνω. Οι τιμές δεν περιλαμβάνουν μη καταγεγραμμένη κατανάλωση (π.χ. σπιτικό ή παράνομο αλκοόλ).
Στην Ε.Ε., η μέση κατανάλωση αλκοόλ ανά άτομο μειώθηκε κατά 2.9 λίτρα την τελευταία 40ετία – από 12.7 λίτρα το 1980, σε 9.8 λίτρα το 2020, δηλαδή πτώση 23%.
Στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης του ΠΟΥ (που περιλαμβάνει και τη Ρωσία), η κατανάλωση έπεσε από 12 λίτρα (2000) σε 9.5 λίτρα το 2020. Παρ’ όλα αυτά, η περιοχή αυτή εξακολουθεί να διατηρεί τα υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης παγκοσμίως.
Το 2020, η μέση ετήσια κατανάλωση κυμαινόταν από 1.2 λίτρα στην Τουρκία έως 12.1 λίτρα στη Λετονία. Στην Ε.Ε., ο μέσος όρος ήταν 9.8 λίτρα.
Από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες, οι Γερμανοί (10.6 λίτρα) κατανάλωσαν περισσότερο αλκοόλ, ακολουθούμενοι από Γάλλους (10.4), Ισπανούς (7.8) και Ιταλούς (7.7). Στο Ηνωμένο Βασίλειο η κατανάλωση ήταν 9.7 λίτρα.
Η Ελλάδα κατέγραψε εντυπωσιακή μείωση στην κατανάλωση αλκοόλ την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ.
Από το 2010 έως το 2020, η κατανάλωση στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 2 λίτρα ανά άτομο, τοποθετώντας τη στη 4η θέση στην Ευρώπη με τη μεγαλύτερη πτώση – μαζί με την Ισπανία.
Εξίσου σημαντική πτώση σημειώθηκε στην Ιρλανδία και τη Λιθουανία (2.1 λίτρα), ενώ και η Γαλλία, η Ολλανδία, η Κύπρος και η Φινλανδία κατέγραψαν μείωση άνω των 1.5 λίτρων.
Σύμφωνα με τις ποσοστιαίες αλλαγές, η Ελλάδα είχε την υψηλότερη ποσοστιαία μείωση στην Ευρώπη: 24.1%, ακολουθούμενη από την Ολλανδία (20.9%), την Ισπανία (20.4%) και την Τουρκία (20%).
Αντίθετα, η Λετονία σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση στην κατανάλωση: +2.3 λίτρα ανά άτομο, δηλαδή αύξηση 23.5%.
Ακολούθησαν η Βουλγαρία (+1.4 λίτρα), η Μάλτα (+1.1), η Ρουμανία και η Πολωνία (+1 λίτρο). Αυξήσεις πάνω από 0.5 λίτρα σημειώθηκαν σε Νορβηγία, Ιταλία και Ισλανδία.
Η κατάχρηση αλκοόλ διαφέρει σημαντικά μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το 2019, το 19% των ενηλίκων στην Ε.Ε. ανέφερε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ (6+ ποτά σε μία περίσταση) τουλάχιστον μία φορά τον μήνα.
Η Ρουμανία κατέχει την πρώτη θέση στους άνδρες (55.2%), ενώ τα υψηλότερα ποσοστά στις γυναίκες καταγράφηκαν σε Δανία, Λουξεμβούργο, Γερμανία και Ιρλανδία (πάνω από 20%).
Η αναλογία ανδρών προς γυναικών που πίνουν υπερβολικά ήταν 2.33 στην Ε.Ε., αλλά ξεπέρασε το 8 στην Τουρκία και την Κύπρο.
Η υπερβολική κατανάλωση συνδέεται και με το μορφωτικό επίπεδο. Τα άτομα με ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση καταγράφουν μεγαλύτερα ποσοστά:
Το χάσμα αυτό αποδίδεται κυρίως στη μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα αυτών των ομάδων. Παρ’ όλα αυτά, οι κοινωνικά ευάλωτοι υφίστανται μεγαλύτερες βλάβες από το αλκοόλ, όπως σημειώνει ο ΟΟΣΑ.
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι.
«Δεν υπάρχει λεγόμενο ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης. Ο κίνδυνος ξεκινά από την πρώτη σταγόνα», τονίζει η Dr Carina Ferreira-Borges, σύμβουλος του ΠΟΥ για τις μη μεταδοτικές ασθένειες και το αλκοόλ.
Όσο λιγότερο, τόσο καλύτερα. Αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα.