Τον κίνδυνο να παραπεμφθεί εκ νέου η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και να της επιβληθούν υψηλά πρόστιμα αντιμετωπίζει η χώρα μας για κρίσιμες ελλείψεις στα συστήματα αεροναυτιλίας, καθώς δεν έχει εναρμονιστεί με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, ως όφειλε από το 2018.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε νέα προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα καλώντας την να συμμορφωθεί με τους κανόνες της Ε.Ε. για την παροχή υπηρεσιών ζεύξης δεδομένων.
Για το ζήτημα αυτό η χώρα μας έχει ήδη καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τον περασμένο Απρίλιο με την Κομισιόν να έχει δώσει δίμηνη προθεσμία στις ελληνικές αρχές να την ενημερώσουν για τα μέτρα τα οποία έχουν λάβει.
Να σημειωθεί ότι τα συστήματα ζεύξης δεδομένων θεωρούνται ιδιαίτερα κρίσιμα ειδικά σε μια εποχή κατά την οποία αυξάνεται ραγδαία η εναέρια κυκλοφορία, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται για την αποστολή πληροφοριών μεταξύ αεροσκαφών και ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και είναι συμπληρωματικά προς τις «παραδοσιακές» φωνητικές επικοινωνίες μεταξύ του θαλάμου διακυβέρνησης και των κέντρων ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας όταν αυτά παρουσιάζουν σημαντική συμφόρηση.
Η ανάπτυξη αυτής της διαλειτουργικής τεχνολογίας είναι εξαιρετικά σημαντική προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των επικοινωνιών μεταξύ χειριστών και ελεγκτών και, ως εκ τούτου, να αυξηθεί η ικανότητα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας και η ασφάλεια. Πρακτικά τα συστήματα αυτά αυξάνουν τη χωρητικότητα, επιτρέποντας περισσότερες κινήσεις αεροσκαφών.
Οι συγκεκριμένες υπηρεσίες καθιστούν δυνατές, ασφαλείς και αποτελεσματικές τις επικοινωνίες σε πραγματικό χρόνο μεταξύ των μονάδων ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας και των αεροσκαφών και είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ασφαλούς και αποτελεσματικής διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας.
Παρέχουν τη δυνατότητα συνεχούς παρακολούθησης και συντονισμού των ιχνών πτήσης, καθώς και διαβίβασης κρίσιμων πληροφοριών, όπως ενημερώσεις για τον καιρό, σχέδια πτήσης και δεδομένα επιδόσεων αεροσκάφους.
Ανεπαρκή τα ληφθέντα μέτρα
Η Κομισιόν εγκαλεί την Ελλάδα επειδή – όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της – δεν εφάρμοσε ταχέως και αποτελεσματικά την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 18ης Απριλίου 2024, για τις υπηρεσίες ζεύξης δεδομένων.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Ελλάδα δεν εφάρμοσε τα απαιτούμενα μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο ορισθείς πάροχος υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για την παροχή υπηρεσιών ζεύξης δεδομένων.
Μετά την αλληλογραφία που είχε με τις ελληνικές αρχές, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που έχει λάβει μέχρι στιγμής η Ελλάδα δεν επαρκούν για να αρθεί η παράβαση με βάση σχετική κρίση του Δικαστηρίου της ΕΕ.
Ως αποτέλεσμα, η Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα, η οποία έχει πλέον προθεσμία δύο μηνών για να ανταποκριθεί και να άρει τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν. «Η Επιτροπή, εάν δεν λάβει ικανοποιητική απάντηση, μπορεί να παραπέμψει εκ νέου την υπόθεση στο Δικαστήριο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, και να ζητήσει την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Ελλάδα», αναφέρει η Κομισιόν.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο σκεπτικό της έχει σημειώσει πως η παρατηρούμενη και αναμενόμενη αύξηση της αεροπορικής κίνησης στην Ευρώπη απαιτεί εκ παραλλήλου αυξημένη ικανότητα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας.
Ως εκ τούτου, χρειάζονται επιχειρησιακές βελτιώσεις, ιδίως για να βελτιωθεί η απόδοση των επικοινωνιών μεταξύ ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και χειριστών. «Τα κανάλια φωνητικών επικοινωνιών παρουσιάζουν βαθμιαία συμφόρηση και πρέπει να συμπληρωθούν από επικοινωνίες ζεύξης δεδομένων αέρος – εδάφους», σημειώνεται.
Έξι χρόνια ανταλλαγής επιστολών και υποσχέσεων
Από τον Οκτώβριο του 2018 η Επιτροπή είχε αποστείλει στην ελληνική Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ) έγγραφο στο οποίο εξέφραζε τις ανησυχίες της για την καθυστέρηση ως προς την υλοποίηση των υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων που καθορίζονται στο σχετικό κανονισμό του 2009.
Στις 14 Οκτωβρίου 2018 η Επιτροπή ενημερώθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία ότι η υλοποίηση των υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων είχε προγραμματιστεί μόλις για τον Δεκέμβριο του 2020.
Στις 15 Μαΐου 2020 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία προειδοποιητική επιστολή, καλώντας την να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με την προβαλλόμενη παράβαση.
Με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, η Ελλάδα γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι θα δρομολογούνταν διαδικασία διαγωνισμού με αντικείμενο την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος των συγκεκριμένων υπηρεσιών μόλις το αρμόδιο υπουργείο ενέκρινε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων για το έτος 2020.
Τον Φεβρουάριο του 2021 η Επιτροπή επανέρχεται στο θέμα απευθύνοντας στην Ελληνική Δημοκρατία συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, με την οποία την καλούσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με την παράβαση των υποχρεώσεών της. Περίπου ένα μήνα αργότερα, η Ελλάδα ενημέρωνε την Επιτροπή ότι στις 12 Μαρτίου 2021 προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την προμήθεια και εγκατάσταση του συστήματος.
Στις 15 Ιουλίου 2021 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία διαπίστωνε, αφενός, ότι η Ελληνική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην έχει συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του κανονισμού υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο προς εξασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.
Η Επιτροπή έδινε μάλιστα δίμηνη προθεσμία συμμόρφωσης.
Τον Σεπτέμβριο του 2021 η Ελλάδα ενημέρωσε την Επιτροπή για την πρόοδο της διαδικασίας του διαγωνισμού, αλλά στις 25 Φεβρουαρίου 2022, απαντώντας σε έγγραφο υπομνήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν ότι ο διαγωνισμός βρισκόταν ακόμα στο στάδιο εξετάσεως των προσφορών και με άλλο έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2022, διευκρίνιζαν ότι η σύμβαση δεν είχε ακόμη συναφθεί.
Κατά την περίοδο εκδίκασης της υπόθεσης τον περασμένο Απρίλιο, οι ελληνικές αρχές ανέφεραν ότι το συγκεκριμένο σύστημα θα ήταν λειτουργικό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, κάτι το οποίο βέβαια δεν έχει γίνει ακόμα.