Οι εξελίξεις με την εισβολή της Ρωσίας στη γειτονική της Ουκρανία, το 2021, και τον πόλεμο που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, επήλθαν πολύ σημαντικές αλλαγές στον ενεργειακό τομέα της Ευρώπης, με την ισορροπία στην ήπειρό μας να αναδιαμορφώνεται ριζικά.
Η Ευρώπη, ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές φυσικού αερίου παγκοσμίως, μετά από πολλές συσκέψεις, αποφάσισε να προχωρήσει στην απεξάρτηση από τις ρωσικές προμήθειες αερίου, προκαλώντας μια σειρά ανατροπών και την απομάκρυνση από τη σίγουρη λύση της Μόσχας.
Πριν από τον πόλεμο, το 2021, οι εισαγωγές ρωσικού αερίου στην Ευρώπη ανέρχονταν σε 1,634 TWh, δηλαδή το 42% των συνολικών εισαγωγών (3,856 TWh). Στο δεύτερο τρίμηνο του 2024, το ποσοστό αυτό είχε πέσει στο 18%, με τις εισαγωγές ρωσικού αερίου να περιορίζονται στις 377 TWh επί συνόλου 2,072 TWh, σύμφωνα με τα δεδομένα του ινστιτούτου Bruegel.
Η ριζική αυτή μείωση των εισαγωγών ρωσικού αερίου επιτεύχθηκε μέσω δύο βασικών στρατηγικών: πρώτον, με τη μείωση της συνολικής κατανάλωσης αερίου, χάρη σε πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας, και δεύτερον, με την αύξηση των εισαγωγών από άλλους προμηθευτές.
Οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι από αυτή την αλλαγή ήταν η Νορβηγία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ανέλαβαν τη θέση της Ρωσίας ως οι μεγαλύτεροι προμηθευτές φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Το 2023, η Νορβηγία προμήθευσε την Ευρώπη με 87,8 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου, καλύπτοντας το 30,3% των συνολικών εισαγωγών, ενώ οι ΗΠΑ παρείχαν 56,2 δισ. κ.μ., δηλαδή το 19,4% των εισαγωγών.
Η αλλαγή αυτή αποκτά επιπλέον σημασία, δεδομένου ότι ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, Donald Trump, έχει συνδέσει την επιβολή δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα με την αγορά αμερικανικού αερίου. Οι ΗΠΑ είναι πλέον ο μεγαλύτερος προμηθευτής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην Ευρώπη και παραμένουν στην κορυφή της λίστας για τέταρτο συνεχόμενο έτος.
Το 2023, οι εισαγωγές αμερικανικού LNG αντιπροσώπευαν σχεδόν το ήμισυ των συνολικών εισαγωγών LNG στην Ευρώπη, με το ποσοστό να αυξάνεται από το 27% το 2021, στο 44% το 2022 και στο 48% το 2023. Η ίδια τάση συνεχίζεται και το 2024.
Ωστόσο, αυτή η ταχεία απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και η εκρηκτική αύξηση των εισαγωγών LNG δεν ήρθε χωρίς συνέπειες. Η ενεργειακή κρίση και οι αλλαγές στην αγορά είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές, οι οποίες εκτοξεύτηκαν το 2022 σε πάνω από 300 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ στην περίοδο της πανδημίας οι τιμές είχαν πέσει κάτω από τα 10 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Παρά τις δυσκολίες, η κρίση αυτή είχε και θετικές επιπτώσεις, καθώς η Ευρώπη ενίσχυσε την ικανότητά της να εισάγει και να επαναεριοποιεί LNG. Συγκριτικά με το 2021, η ικανότητα υποδοχής LNG στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά 33% το 2023, με νέα δυναμικότητα να προστίθεται και το 2024.
Η Ευρώπη, ως σημαντικός αγοραστής LNG, ενισχύει τον ρόλο της στην παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου, όπου τα επόμενα χρόνια αναμένεται να ενταθεί ο ανταγωνισμός, λόγω των νέων γραμμών υγροποίησης που θα τεθούν σε παραγωγή από μεγάλους παραγωγούς όπως το Κατάρ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία.
Με την αύξηση της προσφοράς, είναι πιθανό οι τιμές του αερίου να μειωθούν σημαντικά, με την Ευρώπη να έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την αυξανόμενη προσφορά και το μέγεθός της ως μεγάλος καταναλωτής φυσικού αερίου, δημιουργώντας έτσι ένα πιο ευνοϊκό «αγοραστικό» περιβάλλον για την περιοχή.