Στο συμπέρασμα ότι η διαμόρφωση των χονδρεμπορικών τιμών της ΕΕ καθορίζεται από την κατανάλωση φυσικού αερίου παρά το γεγονός ότι η τελευταία έχει μειωθεί, καταλήγει σε ετήσια έκθεσή του ο ACER.
Το 2024, η ΕΕ κατανάλωσε 24 TWh λιγότερο φυσικό αέριο από ό,τι το 2023, με το μερίδιο να μειώνεται στο 14%, από 18% που ήταν το 2020. Παρόλα αυτά, οι τιμές του φυσικού αερίου εξακολουθούν να καθορίζουν τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στο 40% του χρόνου. Αυτό γιατί, ενώ μόλις το 20% της ισχύος του φυσικού αερίου χρησιμοποιείται σε ετήσια βάση, κατά τις ώρες αιχμής, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 52% προκειμένου να καλύψει τη ζήτηση.
Όπως αναμεταδίδει το euractiv, η αυξανόμενη δυναμικότητα των ΑΠΕ στην Ευρώπη, καθώς και η απόσυρση των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα, συνθέτουν τις βασικές αιτίες της κυριαρχίας που σημειώνει το φυσικό αέριο.
«Ενώ η συνολική ζήτηση για ορυκτά καύσιμα μειώνεται λόγω όλων των νέων ηλιακών συλλεκτών και ανεμογεννητριών, η απόσυρση των σταθμών παραγωγής ενέργειας από άνθρακα μείωσε τον ανταγωνισμό μεταξύ των συμβατικών πηγών ενέργειας, περιορίζοντας την ικανότητα εναλλαγής μεταξύ άνθρακα και αερίου.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι αγορές να εκτίθενται όλο και περισσότερο στις διακυμάνσεις της αγοράς φυσικού αερίου κατά τις περιόδους που απαιτείται παραγωγή ορυκτών καυσίμων, δηλαδή τα βράδια όπου η ζήτηση είναι υψηλή και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παράγουν λίγη ενέργεια» αναφέρει χαρακτηριστικά η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας της ΕΕ.