Η βαθιά ανησυχία που εκφράζει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη χθεσινή επιστολή του προς την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν για τις επιπτώσεις των υψηλών ενεργειακών τιμών στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά και τους πολίτες της Ευρώπης, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως έναν κώδωνα κινδύνου σε ότι αφορά τους φιλόδοξους στόχους της ΕΕ για την πράσινη μετάβαση.
Βεβαίως η επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού έχει σαφή πολιτική στόχευση να τον αναδείξει σε σημαντικό ηγέτη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο οποίος αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και προτείνει λύσεις.
Ταυτόχρονα όμως υποκρύπτει τους φόβους της ελληνικής κυβέρνησης για τις κοινωνικές επιπτώσεις των εξελίξεων στην ενεργειακή αγορά.
Η επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να βρεθεί στην παγκόσμια πρωτοπορία της πράσινης μετάβασης, την οποία ενστερνίστηκε πλήρως η ελληνική κυβέρνηση, είναι αντιμέτωπη πλέον με τις ραγδαίες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ενεργειακό κόστος βαραίνει τις ευρωπαϊκές οικονομίες, ενώ οι αγορές δεν λειτουργούν με τον ενιαίο τρόπο που έχουν υποσχεθεί οι Βρυξέλλες.
Στην Ελλάδα η επιλογή που έγινε από την πρώτη εκλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 2019 για στροφή του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος στις ΑΠΕ και το ταυτόχρονο σβήσιμο των λιγνιτών μονάδων δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα.
Ή μάλλον δεν έχει αποδώσει όσα υπόσχονταν οι υποστηρικτές της, δηλαδή τη μείωση αν όχι την εκμηδένιση των τιμών, αφού όπως λεγόταν τότε οι ΑΠΕ είναι άφθονες και σχεδόν δωρεάν.
Σήμερα πλέον ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης επιμένει να τονίζει ότι «δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα», ενώ δηλώνει κατηγορηματικά ότι έχει έρθει το τέλος των επιδοτήσεων σε κάθε πτυχή των ΑΠΕ.
Χθες λοιπόν ο πρωθυπουργός με την επιστολή του προς την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την οποία στήριξε με κάθε τρόπο στην επανεκλογή της, εμμέσως πλην σαφώς προτείνει να μπει λίγο νερό στο κρασί της πράσινης στροφής της ΕΕ.
Όπως λέει χαρακτηριστικά «η ενεργειακή μας κατάσταση παραμένει επισφαλής, παρά την πρόοδο που έχουμε σημειώσει όσον αφορά στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού μας με φυσικό αέριο».
Ενίσχυση από την ΕΕ των έργων υποδομής φυσικού αερίου
Ο πρωθυπουργός εμφανίζεται προβληματισμένος τόσο για την πολιτική της ΕΕ σε ότι αφορά την απεξάρτηση από το φυσικό αέριο, το οποίο θεωρεί ότι θα είναι παρόν στο ενεργειακό σύστημα της Ευρώπης την επόμενη εικοσαετία, όσο και για τις διαδικασίες προμήθειάς του και βεβαίως για τη διασύνδεση των αγορών ηλεκτρισμού.
Ειδικά αυτό το τελευταίο είναι ένα θέμα που έχει θέσει και το περασμένο καλοκαίρι με την κ. Φον ντερ Λάιεν.
Οι τιμές της ενέργειας, λέει ο κ. Μητσοτάκης υποδεικνύουν ότι πρέπει να κινηθούμε ταχύτερα αλλά και διαφορετικά και προτείνει διαφορετική προσέγγιση σε τρεις τομείς: ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο και εκπομπές ρύπων.
Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, προτείνει ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και τη συγκρότηση ειδικής ομάδας εργασίας για την αύξηση των διασυνοριακών ροών.
Επίσης προτείνει νέα περισσότερο ευρωπαϊκή και όχι εθνική αντιμετώπιση σε ότι αφορά τον σχεδιασμό των δικτύων ηλεκτρισμού. Μάλιστα εμμέσως πλην σαφώς ζητεί κοινές επενδύσεις με συνεισφορά πόρων και τεχνολογιών, αλλά και δημιουργία μηχανισμού αποζημίωσης των χωρών που υλοποιούν επενδύσεις που ωφελούν το ευρωπαϊκό δίκτυο.
Στο τομέα του φυσικού αερίου ο κ. Μητσοτάκης μιλάει για την ανάγκη νέας ώθησης στην ασφάλεια εφοδιασμού και καλύτερη ρύθμιση των χρηματιστηριακών αγορά, αλλά και για ευρωπαϊκή ενίσχυση των έργων υποδομής φυσικού αερίου.
Τέλος, πρέπει τονίζει ότι πρέπει να περιοριστεί το κόστος που προκύπτει από την υπερρύθμιση των εκπομπών ρύπων. «Θα πρέπει, λέει, να περάσουμε από μια υπερβολικά κανονιστική προσέγγιση σε κάτι πολύ πιο απλό. Όπως έναν κεντρικό αριθμό για τη μείωση των εκπομπών και στη συνέχεια ας αφήσουμε τα κράτη μέλη να επιλέξουν τη δική τους πορεία».