Τα αδειοδοτικά εμπόδια και καθυστερήσεις, καθώς και η εύρεση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού αποτελούν τα δύο πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η εγχώρια εξορυκτική βιομηχανία, ώστε να επεκτείνει το θετικό της «αποτύπωμα» στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αυτό επισήμανε ο Πρόεδρος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, κ. Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, σε εκδήλωση για τους εκπροσώπους του Τύπου, με αντικείμενο τα 100 χρόνια «ζωής» του Συνδέσμου αλλά και την ανακήρυξη του 2024 ως «Έτους Ορυκτών Πόρων».
Άρση αδειοδοτικών εμποδίων και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό
Σύμφωνα με τον κ. Γιαζιτζόγλου, όσον αφορά τα αδειοδοτικά εμπόδια το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό αλλά πανευρωπαϊκό, καθώς προέρχεται από το κανονιστικό πλαίσιο σε επίπεδο Ε.Ε. «Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η νυν πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει δώσει δείγματα ότι επιδιώκει να προχωρήσει σε παρεμβάσεις».
Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη χώρα αποτελεί ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αρκετοί κλάδοι στη χώρα μας. «Χρειαζόμαστε απόφοιτους Λυκείου με καλές γνώσεις μαθηματικών και πληροφορικής, ώστε έπειτα από ένα χρόνο εκπαίδευσης, να μπορούν να εξοικειωθούν στα αρκετά περίπλοκα σύγχρονα μηχανήματα που εμπλέκονται στις εξορυκτικές διαδικασίες», σημείωσε χαρακτηριστικά. Όπως πρόσθεσε, προς αυτή την κατεύθυνση δρομολογούνται σχετικές πρωτοβουλίες.
Όσον αφορά την επίπτωση που είχε η ενεργειακή κρίση στον κλάδο, σημείωσε πως αύξησε κατά 50% το κόστος εξόρυξης. «Πλέον το πρόβλημα αυτό δείχνει να υποχωρεί, ωστόσο δεν είναι σίγουρο ότι έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα για να μην επαναληφθεί», συμπλήρωσε.
Επιβράδυνση της παραγωγής στην ΕΕ και εκτόξευση των εισαγωγών
Σύμφωνα με τον κ. Γιαζιτζόγλου, στα 100 χρόνια από την ίδρυσή του, ο ΣΜΕ μπορεί να υπερηφανεύεται γιατί είναι ένας από τους παλαιότερους συνδέσμους, σε έναν κλάδο ο οποίος έχει προσφέρει σημαντικά στην ελληνική κοινωνία και την οικονομία. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και στην Ελλάδα ως μέλος της) η εξορυκτική δραστηριότητα λειτουργεί με το πιο αυστηρό νομικό πλαίσιο σε ότι αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
«Δυστυχώς αυτό έχει οδηγήσει τα τελευταία 30 χρόνια σε μείωση της παραγωγής εντός Ευρώπης πάνω από 35%. Ταυτόχρονα, έχουν εκτοξευθεί οι εισαγωγές μας από κάποιες τρίτες χώρες, οι οποίες δεν κρύβουν ότι έχουν πολύ χαλαρότερο πλαίσιο. Ως επιτομή της διαστροφής της πραγματικότητας, το σταμάτημα της εξορυκτικής δραστηριότητας στην Ευρώπη και η αντικατάσταση των προϊόντων με εισαγόμενα θεωρείται από κάποιους θετική ενέργεια για το περιβάλλον», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΜΕ, ο 21ος αιώνας ξεκίνησε για την ανθρωπότητα με εκπλήξεις. Τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, ζητήματα τα οποία τα θεωρούσαμε δεδομένα ξαφνικά αναθεωρούνται. Η ασφαλής απόσταση της Ευρώπης από πολεμικές συρράξεις, οι δεδομένες εφοδιαστικές αλυσίδες, οι πρόθυμοι και πάντοτε φθηνοί υπεργολάβοι, ακόμα ακόμα και αυτή η δημόσια υγεία, σήμερα δεν είναι πλέον αυτονόητα κεκτημένα της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Τα παραπάνω, για μια συνετή ηγεσία που βλέπει μακροπρόθεσμα, σημαίνουν αλλαγή παραγωγικού καταναλωτικού αλλά και γεωπολιτικού μοντέλου.
Το νέο αυτό παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τις βέλτιστες τεχνολογίες για το περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα να διασφαλίσει και την επαρκή παροχή αγαθών, πέρα από τυχόν γεωπολιτικά παιχνίδια που κάποιοι μπορεί να είναι διατεθειμένοι να παίξουν. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εξορυκτικός κλάδος μπορεί, στα πλαίσια των δυνατοτήτων του υπεδάφους μας, να εξασφαλίσει τα απαραίτητα ορυκτά. «Το μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ορυκτές πρώτες ύλες. Το πως θα τις παράξουμε και κυρίως πως θα τις αναλώσουμε, είναι ευθύνη όλων μας», κατέληξε.