Κυρίαρχο πρόβλημα για τις εγχώριες βιομηχανίες έντασης ενέργειας παραμένει το μη ανταγωνιστικό συνολικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους, που κύρια καθορίζει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα τους, όταν μάλιστα οι τιμές του ελληνικού χρηματιστηρίου ενέργειας και εφέτος είναι έως και 30-50% υψηλότερες των τιμών των βασικών ευρωπαϊκών αγορών.
Για αυτές λοιπόν είναι σημαντικό όχι μόνο να έχουν ανταγωνιστικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους αλλά και από το να μην περικόπτονται οι κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη χώρα μας και εφαρμόζονται χωρίς περικοπές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως Αντιστάθμιση κόστους CO2 και από το να εκκαθαρίζονται χωρίς καθυστέρηση όπως για όσους δικαιούνται μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ.
Πόσο μάλλον όταν οι περικοπές γίνονται για να διατεθούν τα εν λόγω ποσά για διάφορες πράσινες δράσεις.
Αλλιώς οι εγχώριες βιομηχανίες έντασης ενέργειας δεν θα μπορέσουν να αντέξουν στην καταιγίδα που έρχεται λόγω των φιλόδοξων στόχων που τίθενται για την απανθρακοποίηση της βιομηχανίας και των μέτρων των οποίων η εφαρμογή ξεκινάει ήδη από το 2026.
Συγκεκριμένα αναφέρουμε τη σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων που δίδονται σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους, όπως το τσιμέντο, ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα λιπάσματα για να αντισταθμίσουν το κόστος λόγω του περιβαλλοντικού φόρου που τους επιβλήθηκε από δεκαετία, όταν ακόμη και σήμερα στις τρίτες χώρες δεν υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωση στις αντίστοιχες βιομηχανίες.
Στο ίδιο πλαίσιο σχεδιάζεται από το 2026 να ξεκινήσει η εφαρμογή ενός μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM, Carbon Border Adjustment mechanism), ο οποίος θα επιβάλει πρόσθετη χρέωση στα αντίστοιχα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα ανάλογα με το αποτύπωμα άνθρακα που έχουν.
Στη θεωρία βέβαια όλα είναι εύκολα. Στην πράξη όμως, ενώ η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα επιβαρυνθεί λόγω των ανωτέρω ρυθμίσεων για το σύνολο της παραγωγής της, καθώς στις εξαγωγές προς τρίτες χώρες δεν θα της επιστρέφεται το κόστος άνθρακα που επωμίστηκε, οι ανταγωνιστές της θα επιβαρύνονται μόνο για τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη και τούτο εφόσον δεν καταστρατηγηθεί ο νέος μηχανισμός.
Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας στη χώρα μας δεν ζητούν λοιπόν τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο, παρά την προσπάθεια ορισμένων κύκλων να δείξουν ότι η βιομηχανία διαμαρτύρεται αδικαιολόγητα ζητώντας παράλογες ενισχύσεις, που όμως εφαρμόζονται χωρίς περικοπές στην υπόλοιπη Ευρώπη, ξεχνώντας επιδεικτικά να αναφερθούν στα υπερκέρδη του μεγάλου παίκτη.
Είναι επίσης γεγονός ότι οι εγχώριες βιομηχανίες έντασης ενέργειας καλούνται να δραστηριοποιηθούν σε μια αγορά η οποία παρουσιάζει δομικά χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου, καθώς συμμετέχουν μόνο 4 καθετοποιημένοι παίκτες, με αποτέλεσμα την παντελή έλλειψη συνθηκών ανάπτυξης έστω στοιχειώδους ανταγωνισμού.
Μία βασική στρέβλωση της ελληνικής αγοράς αποτελεί το γεγονός ότι η τελική τιμή στα οικιακά τιμολόγια (κύρια τα πράσινα, τα κίτρινα αλλά και τα πορτοκαλί) διαμορφώνεται από τη μέση μηνιαία τιμή του χρηματιστηρίου ενέργειας.
Τιμολόγια που ήρθαν να αντικαταστήσουν τη γνωστή σε όλους μας ρήτρα αναπροσαρμογής με πιο πολύπλοκες φόρμουλες, τα οποία όμως έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Το παζλ συμπληρώθηκε με την αυτόματη ένταξη όλων των καταναλωτών στα πράσινα τιμολόγια και την εισαγωγή των σταθερών μπλέ τιμολογίων με πολύ υψηλές τιμές, ώστε να μην συμφέρει στους καταναλωτές να τα επιλέξουν.
Σαν ΕΒΙΚΕΝ έχουμε από το 2021 έγκαιρα επισημάνει, ότι από τη στιγμή που τα οικιακά τιμολόγια συνδέθηκαν με τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά δημιουργήθηκαν συνθήκες ενδεχόμενης χειραγώγησης των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά.
Και τούτο διότι οι καθετοποιημένοι παίκτες, ως παραγωγοί διαμορφώνουν τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά σε όποια επίπεδα τιμών επιθυμούν, αφού ως προμηθευτές δεν είναι εκτεθειμένοι στο ρίσκο των υψηλών τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς, καθώς αυτές μεταφέρονται αυτόματα στα τιμολόγια των καταναλωτών της ΧΤ.
Από τις αρχές Νοεμβρίου παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο που είχε συμβεί τον περασμένο Ιούλιο έως και τις αρχές του Σεπτεμβρίου της εκτόξευσης των τιμών έως και 600-1000€/MWH στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά, αλλά και στις γειτονικές αγορές της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας με τη δύση του ηλίου στις ώρες αιχμής, ενώ οι μέγιστες τιμές τους προηγούμενους μήνες ή τον Οκτώβριο σπάνια ξεπερνούσαν τις ίδιες ώρες τα 200 €/Mwh.
Και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός εάν η δυναμικότητα στη διασύνδεση με την Βουλγαρία έχει κορεστεί είτε όχι, κάτι που σημαίνει ότι η υψηλή τιμή διαμορφώθηκε στην Ελλάδα Η δε ιταλική αγορά για όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα παρέμεινε μόνιμα αποσυνδεδεμένη από την ελληνική διατηρώντας τιμές στο επίπεδο των 100-200€/MWh.
Η αφορμή ήταν η ασυνήθιστα αυξημένη της ζήτησης μετά τη δύση του ηλίου για 3-4 ώρες, που σταματούν να παράγουν τα ΦΒ. Το κίνητρο ήταν η απόκτηση απαράδεκτα υψηλών κερδών. Την ίδια στιγμή η Βουλγαρία πέρασε νόμο για την επιδότηση όλων των επιχειρήσεων για τιμές αγοράς υψηλότερες των 90€/Mwh.
Λαμβάνοντας υπόψη το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα μας και σε ποιο βαθμό θα συμβαδίζει η ανάπτυξη των ΑΠΕ και της αποθήκευσης με τη ζήτηση τα επόμενα έτη, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας η σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων με ΑΠΕ και ειδικότερα με ΦΒ δεν τις προστατεύουν αποτελεσματικά στις μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά στις ώρες αιχμής μετά τη δύση του ηλίου.
Επισημαίνουμε επίσης τον κίνδυνο από τον κανιβαλισμό των τιμών, που παρατηρείται ήδη στις ώρες ηλιοφάνειας, σε βαθμό που το capture price των ΦΒ να υστερεί κατά 20-50€/MWh ως προς την μέση τιμή της αγοράς και πιθανότατα να διαμορφώνεται σε τιμή χαμηλότερη του ΡΡΑ(strike price).
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι οι βιομηχανίες που συνάπτουν μακροχρόνια ΡΡΑ με ΦΒ δεν ωφελούνται από τη μείωση στη τιμή της DAM που προκαλούν τα ΦΒ, αφού πληρώνουν strike price, μεταφέρουν δε πλεονέκτημα στους ανταγωνιστές τους, που δεν έχουν PPAs, οι οποίοι απολαμβάνουν πιο χαμηλή DAM.
Παραμένει προς απάντηση το ερώτημα εάν η διακηρυγμένη πρόθεση της κυβέρνησης να στηρίξει τη βιομηχανία θα φανεί με την άμεση λήψη μέτρων ώστε οι εγχώριες βιομηχανίες έντασης ενέργειας να τύχουν τουλάχιστον ανταγωνιστικού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
* Ο Αντώνης Κοντολέων είναι Πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ