Σε πραγματικό γρίφο εξελίσσεται η προσπάθεια απανθρακοποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού η κατάργηση του άνθρακα και η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια απαιτεί μια σειρά από σημαντικές πρωτοβουλίες και γενναίες αποφάσεις.
Σύμφωνα με μια έκθεση του 2016, η επίτευξη των παγκόσμιων στόχων απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές που επικυρώθηκαν στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα θα απαιτήσει από τον κόσμο να σταματήσει εντελώς τον άνθρακα έως το 2050.
Σύμφωνα με το Oilprice, οι επιδόσεις των ΗΠΑ στη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα είναι σε εξαιρετικό επίπεδο και το ορόσημο του 2030 για τη νέα εποχή δεν είναι πλέον μια εικασία, αλλά μια ρεαλιστική προσδοκία. Η παραγωγή άνθρακα μειώνεται από το 2009, όπως επίσης και η απασχόληση στον εν λόγω τομέα.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ λαμβάνει μέτρα για να στηρίξει τις κοινότητες άνθρακα με επένδυση 428 εκατομμυρίων δολαρίων σε έργα καθαρής ενέργειας, αλλά μπορεί να χρειαστεί ένα πιο ισχυρό πλαίσιο πολιτικής για μια πραγματικά «δίκαιη μετάβαση».
Στον «αέρα» θέσεις εργασίας
Ο τομέας της απασχόλησης και των θέσεων εργασίας αποτελεί ένα μεγάλο «στοίχημα» της ενεργειακής μετάβασης. Δεδομένου ότι περισσότεροι από 1,7 εκατ. εργαζόμενοι στα ορυκτά καύσιμα θα χάσουν τις δουλειές τους με την αλλαγή του παγκόσμιου ενεργειακού τοπίου. Η δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας καθαρής ενέργειας δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα καλύψουν το κενό στις κοινότητες άνθρακα και σε άλλες οικονομίες ορυκτών καυσίμων.
Πολλοί εργαζόμενοι των ορυκτών καυσίμων δεν θα είναι σε θέση να υποστηρίξουν θέσεις στον κλάδο των ΑΠΕ λόγω ενός πολύ κρίσιμου κενού δεξιοτήτων.
Μια έκθεση του 2022 από το Ινστιτούτο Brookings υποστηρίζει ότι προκειμένου να καταστεί δυνατή και να υποστηριχθεί μια δίκαιη μετάβαση, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να δημιουργήσει ένα ειδικό Γραφείο Δίκαιης Μετάβασης, αντικείμενο του οποίου ένα είναι ο «προσδιορισμός των βασικών λόγων που εμποδίζουν την ομαλή μετάβαση των εργαζομένων μεταξύ των βιομηχανιών, στοχευμένες επενδύσεις, προγραμματισμός και επαρκής χρηματοδότηση των εν λόγω πρωτοβουλιών».
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση πρέπει να περιλαμβάνει πόρους για επανεκπαίδευση, μετεγκατάσταση και δημόσιες επενδύσεις για τη δημιουργία νέων πηγών εισοδήματος για τις «πληγείσες κοινότητες» και υπό το φως της κλίμακας αυτής της ανάγκης, 428 εκατομμύρια δολάρια είναι μόνο το πρώτο βήμα.