Καμία αποζημίωση δεν θα δοθεί σε εταιρείες ή ιδιώτες ιδιοκτήτες ακινήτων για τα χρήματα που χάθηκαν από την μείωση ενοικίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού.
Αυτό αποφάσισε το Συμβούλιο της Επικρατείας, εξετάζοντας την προσφυγή δέκα εταιρειών που ζητούσαν να τους αναγνωρίσουν ότι το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει τα ποσά των ενοικίων που έχασαν λόγω εφαρμογής του μέτρου της υποχρεωτικής μείωσης ενοικίων σε ποσοστό 40%, από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2020 και 100% από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2021. Ακόμη, 96 ιδιοκτήτες κατοικιών είχαν κάνει παρέμβαση στο ΣτΕ υπέρ των θέσεων των 10 εταιρειών.
Παράλληλα, όλοι (και οι 106) ζητούσαν να καταβληθεί στον καθένα και το ποσό των 1.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την μείωση των ενοικίων.
Σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Δημόσιο δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες ακινήτων.
ΣτΕ: Αβάσιμοι οι ισχυρισμοί
Η επταμελής σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του ΣτΕ (πιλοτική απόφαση), με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Χρήστο Λιάκουρα, απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων.
Ειδικότερα, το ΣτΕ απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης των προσφευγόντων, κρίνοντας ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων, μέσω των Διοικητικών Δικαστηρίων, δεν θεμελιώνουν δικαίωμα καταβολής αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 105 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ).
Η απόφαση
Αναλυτικότερα, η απόφαση αναφέρει ότι «η αξίωση κατά του Δημοσίου για την αποκατάσταση της ζημίας (περιουσιακής και μη περιουσιακής – ηθικής βλάβης) την οποία οι εταιρείες έχουν υποστεί, κατά τους ισχυρισμούς τους, από νομοθέτηση, κατά παράβαση διατάξεων υπέρτερης τυπικής ισχύος, δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ».
Πάντως, το 2021 στις εταιρείες ιδιοκτήτες ακινήτων επιστράφηκε από το υπουργείο Οικονομικών το 60% των απωλειών που είχαν από τα μισθώματα το επίμαχο χρονικό διάστημα και στους ιδιώτες ιδιοκτήτες ακινήτων επιστράφηκε το 80% των απολεσθέντων μισθωμάτων. Οι επιστροφές αυτές ήταν αφορολόγητες και ακατάσχετες.
Τι ζητούσαν οι ιδιοκτήτες
Οι εταιρείες ζητούσαν από το ΣτΕ να αναγνωρισθεί ότι το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στα μισθώματα που απώλεσαν, ως ιδιοκτήτριες ακινήτων τα οποία είχαν εκμισθώσει με συμφωνίες επαγγελματικής μίσθωσης, για τους επίμαχους 11 μήνες, εξαιτίας της υποχρεωτικής μείωσης του μισθώματος για τις πληττόμενες από την πανδημία του κορονοϊού covid-19 μισθώτριες επιχειρήσεις.
Υποστήριζαν ότι οι μειώσεις αυτές ως μέτρο στήριξης των ενοικιαστών είναι αντίθετες σε πλειάδα συνταγματικών διατάξεων και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Παράλληλα, υποστήριζαν οι εταιρείες ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας, λόγω της δυσμενούς, αδικαιολόγητης διακριτικής μεταχείρισης που επιφύλαξε ο νομοθέτης στους εκμισθωτές – νομικά πρόσωπα σε σχέση με τους εκμισθωτές – φυσικά πρόσωπα για τα οποία προέβλεψε περισσότερα μέτρα στήριξης.
Επίσης, οι εταιρείες ζητούσαν, επιπρόσθετα, να τους καταβληθεί και η διαφορά του 20% η οποία προκύπτει μεταξύ της μείωσης του ενοικίου των νομικών προσώπων (εταιρειών) και των φυσικών προσώπων τα οποία μίσθωναν ακίνητα.
Σύμφωνα με την απόφαση, «οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις αποτελούν μεν παρέμβαση σε καταρτισθείσες μεταξύ ιδιωτών συμβάσεις επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτων, εισάγοντας βλαπτική μεταβολή για τον εκμισθωτή με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών του κορονοϊού COVID-19 για τις αντίστοιχες επαγγελματικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες, όμως μόνη η θέσπιση των διατάξεων αυτών δεν αρκεί αυτή καθεαυτή να επιφέρει τη ζημία (περιουσιακή και μη – ηθική βλάβη) που επικαλούνται οι εταιρείες-εκμισθώτριες με την ένδικη αγωγή τους κατά του ελληνικού Δημοσίου».
Και αυτό, γιατί «οι επιζήμιες συνέπειες για τους εκμισθωτές επαγγελματικών ακινήτων δεν επέρχονται απευθείας και αμέσως από την πρόβλεψη με τους νόμους του επίμαχου μέτρου της (μερικής ή/και πλήρους) απαλλαγής, αλλά από τη διαφοροποιημένη, σε σχέση με τα συμβατικώς προβλεπόμενα, εκτέλεση των οικείων συμβάσεων από τους μισθωτές συνεπεία του ότι οι τελευταίοι διαμόρφωσαν τη συμβατική συμπεριφορά τους με βάση τις προβλέψεις των νομοθετικών ρυθμίσεων και έτσι δεν κατέβαλαν μέρος ή το σύνολο των οφειλόμενων μισθωμάτων».