Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κατατεθεί στο τέλος Οκτωβρίου το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή του νέου σχεδίου είναι η ολοκλήρωση της μελέτης κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων που θα έχουν οι σχεδιαζόμενες πολιτικές απανθρακοποίησης και η έγκρισή τους από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής.
Τα ευρήματα της μελέτης θα παρουσιαστούν στο πλαίσιο δημόσιας διαβούλευσης, προτού τελικά συμπεριληφθούν στο σχέδιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ που θα υποβληθεί στις Βρυξέλλες. Σημειώνεται ότι κατά τη δημόσια διαβούλευση του αναθεωρημένου σχεδίου, προέκυψαν μικρές τροποποιήσεις. Κάποιες εξ αυτών αφορούν τις προβλέψεις παραγωγής υδρογόνου το 2030, η οποία αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς, λόγω επενδυτικού ενδιαφέροντος για παραγωγή συνθετικών καυσίμων με βάση το ανανεώσιμο αέριο.
Οι προβλεπόμενες επενδύσεις έως το 2030 περιορίζονται αρκετά σε σχέση με την προηγούμενο σχέδιο ΕΣΕΚ που είχε κατατεθεί τον Οκτώβριο του 2023 στην Επιτροπή, στα 95 δισ. ευρώ (από 200 δισ. ευρώ που προβλεπόταν προηγουμένως). Αξίζει να σημειωθεί ότι με στόχο την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας και την πλήρη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας, οι επενδύσεις θα επιταχυνθούν σημαντικά μετά το τέλος της δεκαετίας, αγγίζοντας τα 332 δισ. ευρώ για την περίοδο 2030-2050.
Σε κάθε περίπτωση, οι ενεργειακοί και κλιματικοί στόχοι παραμένουν υψηλοί. Ενδεικτικά, ο στόχος μείωσης των εκπομπών ρύπων μέχρι το 2030, αναθεωρείται προς τα πάνω φτάνοντας το 58,6%, σε σχέση με 54% που ήταν η αρχική πρόβλεψη, την ώρα που αντίστοιχος ευρωπαϊκός στόχος έχει οριστεί στο 55%.
Σύμφωνα με το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρισμού το 2030 θα ανέλθει σε 76,8% και σε 45,4% για την ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας. Οι στόχοι της ΕΕ για τις δύο αυτές κατηγορίες τίθενται στο 69% και στο 42,5%, αντίστοιχα. Η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών στο τέλος της δεκαετίας προβλέπεται να αθροίζει σε 13,5 GW, των χερσαίων αιολικών σε 8,9 GW (έναντι 7,6 GW στο προσχέδιο), των υπεράκτιων αιολικών σε 1,9 GW και των υδροηλεκτρικών σε 3,4 GW.
Η συνολική ισχύς των μονάδων φυσικού αερίου υπολογίζεται ότι θα ενισχυθεί κατά 800 MW (σε σχέση με το 2025) στα 7,88 GW, όμως η ετήσια παραγωγή τους έως το 2030 σταδιακά θα περιοριστεί στις 10,4 TWh για την επίτευξη μείωσης 45% συγκριτικά με το 2022. Στο τέλος της δεκαετίας, η λιγνιτική παραγωγή θα έχει εξαλειφθεί.
Ακόμη, το νέο ΕΣΕΚ έχει αναβαθμίσει κατά περίπου 1,2 GW (σε σχέση με το σχέδιο ΕΣΕΚ του 2023) τον στόχο σε ό,τι αφορά τη διείσδυση αποθήκευσης μέχρι το τέλος της δεκαετίας, με μπαταρίες 4,32 GW, περιορίζοντας ωστόσο τις προβλέψεις για μονάδες αντλησιοταμίευσης από 2,2 GW σε 1,74 GW.
Η αναθεώρηση των προβλεπόμενων επενδύσεων μέχρι το 2030 αποδίδεται στη χρονική αναπροσαρμογή των στόχων για μαζικότερη διείσδυση, μεταξύ άλλων, της ηλεκτροκίνησης και των αντλιών θερμότητας για τη δεκαετία 2030-2040, προκειμένου να μην απαιτηθούν κρατικές ενισχύσεις, καθώς οι σχετικές τεχνολογίες να έχουν γίνει φθηνότερες.
Επιπλέον, θα συνεχιστεί η ενεργειακή αναβάθμιση του κτηριακού τομέα (μονώσεις, ενεργειακά αποδοτικές συσκευές, αντλίες θερμότητας και συστήματα αυτοπαραγωγής ΑΠΕ), μέσα από σχετικά προγράμματα τα οποία όμως θα αφορούν πρωτίστως κτήρια με υψηλό βαθμό χρήσης και περιοχές με αυξημένες ανάγκες (κλιματικές ζώνες Γ, Δ) με στόχο τη βελτιστοποίηση της σχέσης κόστους/οφέλους. Στόχος είναι να μειωθεί κατά 16% η μέση χρήση πρωτογενούς ενέργειας στις κατοικίες μέχρι το 2030 και περίπου κατά 22% μέχρι το 2035.
Μεταξύ 2025 και 2030, οι ανακαινίσεις κατοικιών θα φτάσουν τις 68.000 ετησίως και τις 64.000 κάθε χρόνο για το διάστημα 2031-2040. Ο ετήσιος ρυθμός ανακαινίσεων θα επιταχυνθεί σημαντικά μεταξύ 2041-2050, αγγίζοντας τις 83.000, με τον συνολικό αριθμό ενεργειακών αναβαθμίσεων κατοικιών για την περίοδο 2025-2050 θα ανέρχεται σε σχεδόν 1,9 εκατομμύρια.