MENU

Ποιες χώρες έχουν «βγει μπροστά» στην παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά

Που βρίσκεται η Ελλάδα και τα ποσοστά της Νότιας Ευρώπης

Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά πάρκα αυξάνεται ταχύτερα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή περιοχή, υπερβαίνοντας κατά πολύ τους ρυθμούς ανάπτυξης που παρατηρούνται τόσο στα πλουσιότερα όσο και στα πιο ηλιόλουστα μέρη της ηπείρου.

Σύμφωνα με ανάλυση την Ember που αναμεταδίδει το Reuters, τους πρώτους επτά μήνες του 2024 η Αυστρία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουμανία και Πολωνία αύξησαν την παραγωγής ενέργειας από φωτοβολταϊκά κατά 55% σε σχέση με το ίδιο χρονικό διάστημα του 2023. Ωστόσο, Πολωνία (11,3 TWh) και Ουγγαρία (5,8 TWh) οδηγούν την κούρσα και έχουν στοχεύσει τις καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα στην παραγωγή ενέργειας μέχρι τα μέσα του αιώνα και σχεδιάζουν επιθετικές περαιτέρω επεκτάσεις στην παραγωγή καθαρής ενέργειας.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως η ικανότητα των κρατών σε όλη την Κεντρική/Ανατολική Ευρώπη να ανταγωνιστούν με πλουσιότερες οικονομίες στη Δυτική Ευρώπη όσον αφορά την ηλιακή ανάπτυξη υπογραμμίζει πόσο προσιτές έχουν γίνει οι ηλιακές εγκαταστάσεις σε σχέση με άλλες μορφές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι σημαντικές διαφορές

Κατά τους πρώτους επτά μήνες του 2024, οι μεγαλύτεροι παραγωγοί ηλιακής ενέργειας της Δυτικής Ευρώπης παρήγαγαν 83,53 TWh ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ οι πέντε μεγαλύτεροι παραγωγοί ηλιακής ενέργειας της Νότιας Ευρώπης – Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία και Τουρκία – παρήγαγαν 76,12 TWh, σύμφωνα με στοιχεία της Ember.

Ωστόσο, τα τελευταία τρία χρόνια η περιοχή της Κεντρικής/Ανατολικής Ευρώπης ενίσχυσε την ηλιακή παραγωγή κατά περίπου 49% ετησίως, γεγονός που υποβαθμίζει τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 19% για την Ευρώπη συνολικά, τον ρυθμό 16% της Δυτικής Ευρώπης και το 21% για τη Νότια Ευρώπη.

Εάν αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης διατηρούνταν για το υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας, η συνολική παραγωγή από τους πέντε μεγαλύτερους παραγωγούς ηλιακής ενέργειας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη θα ξεπερνούσε εκείνη των ομοτίμων τους στη Δυτική Ευρώπη το 2029 και εκείνων της Νότιας Ευρώπης το 2030.

Σχετικά Άρθρα