MENU

Ενίσχυση υποδομών το κλειδί για τις ΜμΕ έναντι της κλιματικής αλλαγής

Τι δείχνει έρευνα της τράπεζας μεταξύ 200 ΜμΕ

Με υγιή τρόπο αντιδρούν οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) στα μεγάλα προβλήματα που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή, όπως δείχνει ειδική έρευνα που πραγματοποίησε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, μεταξύ 200 εταιρειών που επλήγησαν από έντονα φυσικά φαινόμενα το 2023.

Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της ΕΤΕ με τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής να γίνονται ολοένα και πιο αισθητές, με συνεχή ρεκόρ θερμοκρασίας και εκθετικά αυξανόμενο κόστος κλιματικών καταστροφών, που τείνουν να αποκτήσουν ένα μόνιμο χαρακτήρα, κρίσιμη είναι η διερεύνηση των επιπτώσεων στη λειτουργία και στα στρατηγικά σχέδια των ελληνικών επιχειρήσεων. Μέσω της έρευνας τεκμηριώνεται η σφοδρότητα του πλήγματος σε όρους υλικών ζημιών και λειτουργικών διαταράξεων, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται η αποφασιστικότητα των επιχειρηματιών να αντιδράσουν και να προσαρμοστούν στις προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή.

Ειδικότερα, η κλιματική αλλαγή από απειλή του μέλλοντος έχει καταστεί κρίση του παρόντος, με το ετήσιο κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων παγκοσμίως την περίοδο 2020-2023 να είναι 30% υψηλότερο από το μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίστοιχα στην Ελλάδα το σχετικό κόστος έφτασε τα 0,5 δισ. το 2021 (από μόλις 0,01 δισ. το 2013), ενώ τα ακραία καιρικά φαινόμενα του 2023, εκτός από υλικές καταστροφές σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, εκτιμάται ότι συνέβαλαν στη μείωση της εγχώριας αγροτικής προστιθέμενης αξίας κατά 8% και σε απώλεια 1.2 εκ τουριστικών αφίξεων. Εστιάζοντας σε περιοχές που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές το περασμένο έτος, η έρευνα πεδίου της ΕΤΕ αποτυπώνει το σημαντικό εύρος των επιδράσεων. Συγκεκριμένα, σχεδόν τα ¾ των ΜμΕ στις εν λόγω περιοχές επηρεάστηκαν αρνητικά από τις φυσικές καταστροφές:

  • Το 30% δήλωσε άμεσο πλήγμα που αφορά υλικές ζημιές (κυρίως σε εγκαταστάσεις και δευτερευόντως σε μηχανήματα και αποθέματα), με 2/3 αυτών να έχουν πληγεί και στο παρελθόν.
  • Ένα επιπλέον 42% δέχθηκε έμμεση διαταραχή στη λειτουργία της επιχείρησης, που κυρίως αφορούσαν ακυρώσεις παραγγελιών και ελλείψεις πρώτων υλών.

Η σφοδρότητα των φυσικών καταστροφών οδήγησε το Δείκτη Εμπιστοσύνης των πληγεισών ΜμΕ να καταρρεύσει σε επίπεδα περιόδων κρίσης (-10 μονάδες έναντι +20 για τις λοιπές ΜμΕ). Παράλληλα, το 60% των πληγεισών ΜμΕ αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε αναδιάταξη της εφοδιαστικής/εμπορικής τους αλυσίδας, αναζητώντας είτε νέους προμηθευτές (κυρίως εγχώριους) είτε νέα κανάλια διάθεσης προϊόντων/υπηρεσιών (με 14% αυτών να επιδιώκουν και τα δύο). Υπό αυτές τις συνθήκες, τα ¾ των πληγεισών ΜμΕ χρειάστηκαν περισσότερο από 2 μήνες για να επανέλθουν σε ομαλές συνθήκες λειτουργίας.

Παρά το εύρος και τη σφοδρότητα του χτυπήματος των φυσικών καταστροφών, οι ελληνικές επιχειρήσεις αντέδρασαν με υγιή τρόπο στις προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, τα 2/3 των πληγεισών ΜμΕ σχεδιάζουν επενδύσεις για την επόμενη τριετία, με ένα εντυπωσιακό 41% να δηλώνει ότι η επενδυτική απόφαση είχε ως αφορμή τις καταστροφές. Παράλληλα, οι πληγείσες ΜμΕ δείχνουν αυξημένη εγρήγορση για θωράκιση από μελλοντικά πλήγματα, με το ποσοστό με (έστω μερική) ασφαλιστική κάλυψη να εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 88% των πληγεισών ΜμΕ, σημειώνοντας αύξηση κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες (έναντι αύξησης 5 μονάδων σε επιχειρήσεις που δεν επηρεάστηκαν).

Με τις ελληνικές επιχειρήσεις να δείχνουν έμπρακτα διάθεση να προσαρμοστούν στο βαθμό που τους αναλογεί στις απαιτήσεις της κλιματικής αλλαγής, σημαντικό είναι οι επενδυτικές τους πρωτοβουλίες να θωρακιστούν με έργα υποδομών, διασφαλίζοντας έτσι την ευόδωση των σχεδίων τους. Βάσει διεθνούς βιβλιογραφίας, τέτοιου είδους επενδύσεις θωράκισης μπορούν να οδηγήσουν σε πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία μέσω τριπλών ωφελειών:

  • αποφυγή ζημιών,
  • περιορισμός κινδύνου επενδύσεων,
  • μη-οικονομικά οφέλη (π.χ. περιβαλλοντικά). Ενδεικτικά στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι οι αναγκαίες σχετικές επενδύσεις της τάξης των 15 δισ., μπορούν να οδηγήσουν σε δυνητικό καθαρό όφελος στο εύρος των 10 – 40 δισ. έως το 2030.

Σχετικά Άρθρα